- επίδικος
- -η, -ο (AM ἐπίδικος, -ον)αυτός που βρίσκεται ακόμη στην κρίση τού δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῡ κλήρου», Δημοσθ.)νεοελλ.φρ. «επίδικο πράγμα» — ό,τι έχει καταστεί αντικείμενο δικαστικής διαφοράςαρχ.1. διαφιλονικούμενος, αμφισβητούμενος («ἐπίδικος νίκη»)2. αυτός που υποβάλλεται στην κρίση κάποιου («δίδωμι ἐμαυτὸν ἐπίδικον τοῑς δημόταις», Διον. Αλ.)3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίδικοςκληρονόμος για την οποία απαιτείται δικαστική απόφαση για το ποιός από τους πλησιέστερους συγγενείς θα τήν κληρονομήσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίκη].
Dictionary of Greek. 2013.